σκληρωμάτων

σκληρωμάτων
σκλήρωμα
induration
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιπώρωσις — ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) [επιπωρούμαι] 1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια 2. κάλος στο δέρμα 3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών …   Dictionary of Greek

  • σκληρίαση — η / σκληρίασις, άσεως, ΝΑ [σκληριάζω] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός σκληρίας, η εμφάνιση σκληρωμάτων αρχ. ιατρ. (κυρίως) η σκλήρυνση τών βλεφάρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”